- συνειδυία
- συνειδυία s. σύνοιδα.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
συνειδυῖα — σύνοιδα know perf part act fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)